Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
separation separations

separation (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) ο διαχωρισμός, ο χωρισμός, η ενέργεια του να διαχωρίζω, χωρίζω
      He argues that there must be a separation of the church from the state.
    Υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος.
      There is no longer clear separation between/of social classes.
    Δεν υπάρχει πλέον σαφής διαχωρισμό στων κοινωνικών τάξεων.
      the separation of the mother from her child - ο χωρισμός της μάνας από το παιδί της
  2. ο χωρισμός, μια χρονική περίοδο που οι άνθρωποι περνούν χωριστά ο ένας από τον άλλο
      Their separation lasted 10 years.
    Ο χωρισμός τους κράτησε 10 χρόνια.