Ετυμολογία

επεξεργασία
separation < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική separacion < λατινική separatio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛpəˈɹeɪʃən/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
separation separations

separation (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) ο διαχωρισμός, ο χωρισμός, η ενέργεια του να διαχωρίζω, χωρίζω
    ⮡  He argues that there must be a separation of the church from the state.
    Υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος.
    ⮡  There is no longer clear separation between/of social classes.
    Δεν υπάρχει πλέον σαφής διαχωρισμό στων κοινωνικών τάξεων.
    ⮡  the separation of the mother from her child - ο χωρισμός της μάνας από το παιδί της
  2. ο χωρισμός, μια χρονική περίοδο που οι άνθρωποι περνούν χωριστά ο ένας από τον άλλο
    ⮡  Their separation lasted 10 years.
    Ο χωρισμός τους κράτησε 10 χρόνια.