Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
détachement détachements

détachement (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) το άγημα, το απόσπασμα
  2. η απόσπαση