ενικός         πληθυντικός  
farewell farewells

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

farewell (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο αποχαιρετισμός, αποχαιρετιστήριος
    ⮡  The farewell scenes were very touching.
    Οι σκηνές του αποχαιρετισμού ήταν πολύ συγκινητικές.
    ⮡  I went by my school for a final farewell.
    Πέρασα από το σχολείο μου για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό.
    ⮡  In his farewell speech, he defended his choices and his policies.
    Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του υπεραμύνθηκε των επιλογών του και της πολιτικής του.
     συνώνυμα: goodbye