αποχωρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποχωρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποχωρίζω < αρχαία ελληνική ἀποχωρίζω
Ρήμα
επεξεργασίααποχωρίζομαι
- χωρίζω, απομακρύνομαι από ένα αγαπητό πρόσωπο
- Κλαίγαμε μια ώρα όταν αποχωριστήκαμε στο αεροδρόμιο
- στερούμαι πρόσωπο ή αντικείμενο ή αφηρημένη έννοια
- Δεν μπορούσε να αποχωριστει το παιδί του, το πατρικό του, τη γυναίκα μου, τα βιβλία του πατέρα του, την κομματική του ταυτότητα, την κομματική του ιδιότητα, την παιδικότητά του
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχωρίζομαι | αποχωριζόμουν(α) | θα αποχωρίζομαι | να αποχωρίζομαι | αποχωριζόμενος | |
β' ενικ. | αποχωρίζεσαι | αποχωριζόσουν(α) | θα αποχωρίζεσαι | να αποχωρίζεσαι | (αποχωρίζου) | |
γ' ενικ. | αποχωρίζεται | αποχωριζόταν(ε) | θα αποχωρίζεται | να αποχωρίζεται | ||
α' πληθ. | αποχωριζόμαστε | αποχωριζόμαστε αποχωριζόμασταν |
θα αποχωριζόμαστε | να αποχωριζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποχωρίζεστε | αποχωριζόσαστε αποχωριζόσασταν |
θα αποχωρίζεστε | να αποχωρίζεστε | (αποχωρίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποχωρίζονται | αποχωρίζονταν αποχωριζόντουσαν |
θα αποχωρίζονται | να αποχωρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχωρίστηκα | θα αποχωριστώ | να αποχωριστώ | αποχωριστεί | ||
β' ενικ. | αποχωρίστηκες | θα αποχωριστείς | να αποχωριστείς | αποχωρίσου | ||
γ' ενικ. | αποχωρίστηκε | θα αποχωριστεί | να αποχωριστεί | |||
α' πληθ. | αποχωριστήκαμε | θα αποχωριστούμε | να αποχωριστούμε | |||
β' πληθ. | αποχωριστήκατε | θα αποχωριστείτε | να αποχωριστείτε | αποχωριστείτε | ||
γ' πληθ. | αποχωρίστηκαν αποχωριστήκαν(ε) |
θα αποχωριστούν(ε) | να αποχωριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποχωριστεί | είχα αποχωριστεί | θα έχω αποχωριστεί | να έχω αποχωριστεί | αποχωρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποχωριστεί | είχες αποχωριστεί | θα έχεις αποχωριστεί | να έχεις αποχωριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποχωριστεί | είχε αποχωριστεί | θα έχει αποχωριστεί | να έχει αποχωριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχωριστεί | είχαμε αποχωριστεί | θα έχουμε αποχωριστεί | να έχουμε αποχωριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποχωριστεί | είχατε αποχωριστεί | θα έχετε αποχωριστεί | να έχετε αποχωριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχωριστεί | είχαν αποχωριστεί | θα έχουν αποχωριστεί | να έχουν αποχωριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποχωρισμένος - είμαστε, είστε, είναι αποχωρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποχωρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποχωρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποχωρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποχωρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποχωρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποχωρισμένοι |