Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχωρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποχωρίζω < αρχαία ελληνική ἀποχωρίζω

αποχωρίζομαι

  1. χωρίζω, απομακρύνομαι από ένα αγαπητό πρόσωπο
    Κλαίγαμε μια ώρα όταν αποχωριστήκαμε στο αεροδρόμιο
  2. στερούμαι πρόσωπο ή αντικείμενο ή αφηρημένη έννοια
    Δεν μπορούσε να αποχωριστει το παιδί του, το πατρικό του, τη γυναίκα μου, τα βιβλία του πατέρα του, την κομματική του ταυτότητα, την κομματική του ιδιότητα, την παιδικότητά του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία