Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποχωρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποχωρισμέν
ος
η
αποχωρισμέν
η
το
αποχωρισμέν
ο
γενική
του
αποχωρισμέν
ου
της
αποχωρισμέν
ης
του
αποχωρισμέν
ου
αιτιατική
τον
αποχωρισμέν
ο
την
αποχωρισμέν
η
το
αποχωρισμέν
ο
κλητική
αποχωρισμέν
ε
αποχωρισμέν
η
αποχωρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποχωρισμέν
οι
οι
αποχωρισμέν
ες
τα
αποχωρισμέν
α
γενική
των
αποχωρισμέν
ων
των
αποχωρισμέν
ων
των
αποχωρισμέν
ων
αιτιατική
τους
αποχωρισμέν
ους
τις
αποχωρισμέν
ες
τα
αποχωρισμέν
α
κλητική
αποχωρισμέν
οι
αποχωρισμέν
ες
αποχωρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποχωρισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποχωρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποχωρισμένος