Ετυμολογία

επεξεργασία
séparation < λατινική separatio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.pa.ʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
séparation séparations

séparation (fr) θηλυκό

  1. ο διαχωρισμός, η διάσπαση
     συνώνυμα: désagrégation, disjonction, dislocation, dispersion
    → δείτε τη λέξη  dis-
  2. (για πρόσωπα) ο χωρισμός
  3. το χώρισμα
     συνώνυμα: démarcation
  4. (μεταφορικά) η διαφοροποίηση
     συνώνυμα: différenciation, distinction

Αντώνυμα

επεξεργασία