Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
contact contacts

contact (en)

  1. η επαφή
  2. ο φακός επαφής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contact lens
ενεστώτας contact
γ΄ ενικό ενεστώτα contacts
αόριστος contacted
παθητική μετοχή contacted
ενεργητική μετοχή contacting

contact (en)

  • έρχομαι σε επαφή με κάποιον
    ⮡  I haven’t contacted him in three years./It has been three years since I contacted him.
    Έχω τρία χρόνια να έρθω σ' επαφή μαζί του;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reach out



  Ετυμολογία

επεξεργασία
contact < λατινική contactus < tangere, ακουμπώ

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
contact contacts

contact (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία