contacter (fr) " έρχομαι σε επαφή, επικοινωνώ

  • il faut contacter le secrétariat - πρέπει να επικοινωνήσετε με τη γραμματεία
    il m'a contacté après deux ans d'absence - ήρθε σε επαφή μαζί μου μετά δύο χρόνια απουσίας