tact
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtact (fr) αρσενικό άκλιτο
- (παρωχημένο) η αφή, το άγγιγμα
- η αίσθηση της αφής, η εκτίμηση των διαφόρων ερεθισμάτων που ασκούνται στο σώμα
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) η διαίσθηση
- το τακτ