Ετυμολογία

επεξεργασία
tactile < λατινική tactilis

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tactile tactiles

tactile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απτός
    corps tactile - απτό αντικείμενο
  2. που γίνεται μέσω της αφής
    écran tactile - οθόνη αφής
  3. απτικός