Δείτε επίσης: ἁπτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απτικός η απτική το απτικό
      γενική του απτικού της απτικής του απτικού
    αιτιατική τον απτικό την απτική το απτικό
     κλητική απτικέ απτική απτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απτικοί οι απτικές τα απτικά
      γενική των απτικών των απτικών των απτικών
    αιτιατική τους απτικούς τις απτικές τα απτικά
     κλητική απτικοί απτικές απτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απτικός < αρχαία ελληνική ἁπτικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tactile)

  Επίθετο

επεξεργασία

απτικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την αφή ή αναφέρεται στην αφή
    Μια απτική διαδρομή για τα τυφλά άτομα σχεδιάστηκε νωρίς στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. (*)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία