Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἁπτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἁπτικ
ός
ἡ
ἁπτικ
ή
τὸ
ἁπτικ
όν
γενική
τοῦ
ἁπτικ
οῦ
τῆς
ἁπτικ
ῆς
τοῦ
ἁπτικ
οῦ
δοτική
τῷ
ἁπτικ
ῷ
τῇ
ἁπτικ
ῇ
τῷ
ἁπτικ
ῷ
αιτιατική
τὸν
ἁπτικ
όν
τὴν
ἁπτικ
ήν
τὸ
ἁπτικ
όν
κλητική
ὦ
!
ἁπτικ
έ
ἁπτικ
ή
ἁπτικ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἁπτικ
οί
αἱ
ἁπτικ
αί
τὰ
ἁπτικ
ᾰ́
γενική
τῶν
ἁπτικ
ῶν
τῶν
ἁπτικ
ῶν
τῶν
ἁπτικ
ῶν
δοτική
τοῖς
ἁπτικ
οῖς
ταῖς
ἁπτικ
αῖς
τοῖς
ἁπτικ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
ἁπτικ
ούς
τὰς
ἁπτικ
ᾱ́ς
τὰ
ἁπτικ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
ἁπτικ
οί
ἁπτικ
αί
ἁπτικ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἁπτικ
ώ
τὼ
ἁπτικ
ᾱ́
τὼ
ἁπτικ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
ἁπτικ
οῖν
τοῖν
ἁπτικ
αῖν
τοῖν
ἁπτικ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἁπτικός
<
ἅπτ
ομαι
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ἁπτικός, -ή, -όν
που μπορεί να ακουμπήσει κάποιον ή κάτω
ευαίσθητος στην
αφή
απτικός