γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἁπτικός ἁπτική τὸ ἁπτικόν
      γενική τοῦ ἁπτικοῦ τῆς ἁπτικῆς τοῦ ἁπτικοῦ
      δοτική τῷ ἁπτικ τῇ ἁπτικ τῷ ἁπτικ
    αιτιατική τὸν ἁπτικόν τὴν ἁπτικήν τὸ ἁπτικόν
     κλητική ! ἁπτικέ ἁπτική ἁπτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἁπτικοί αἱ ἁπτικαί τὰ ἁπτικᾰ́
      γενική τῶν ἁπτικῶν τῶν ἁπτικῶν τῶν ἁπτικῶν
      δοτική τοῖς ἁπτικοῖς ταῖς ἁπτικαῖς τοῖς ἁπτικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἁπτικούς τὰς ἁπτικᾱ́ς τὰ ἁπτικᾰ́
     κλητική ! ἁπτικοί ἁπτικαί ἁπτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁπτικώ τὼ ἁπτικᾱ́ τὼ ἁπτικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἁπτικοῖν τοῖν ἁπτικαῖν τοῖν ἁπτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁπτικός < ἅπτομαι + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁπτικός, -ή, -όν

  1. που μπορεί να ακουμπήσει κάποιον ή κάτω
  2. ευαίσθητος στην αφή
  3. απτικός