Ετυμολογία

επεξεργασία
doigté < → δείτε τη λέξη doigter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dwa.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
doigté doigtés

doigté (fr) αρσενικό