δακτυλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδακτυλισμός αρσενικό
- ταχεία χρήση των δακτύλων με υπερβολική επιδεξιότητα κυρίως από μουσικούς, ή ταχυδακτυλουργούς, λεπτομερείς κινήσεις ακριβείας των δακτύλων σε σύντομο χρονικά διάστημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία δακτυλισμός
|