Ετυμολογία

επεξεργασία
doigter < doigt

doigter (fr)

  1. (μεταβατικό) τοποθετώ τα δάχτυλα όπως πρέπει για να παίξω ορισμένα όργανα
  2. (αμετάβατο) εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι βάζοντας τα δάχτυλα στα κατάλληλα σημεία του οργάνου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη doigt