Ετυμολογία

επεξεργασία
délicatesse < → δείτε τις λέξεις délicat και -esse

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.li.ka.tɛs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
délicatesse délicatesses

délicatesse (fr) θηλυκό

  1. η λεπτότητα, το τακτ
  2. (γαστρονομία) η νοστιμάδα