délicatesse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.li.ka.tɛs/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
délicatesse | délicatesses |
délicatesse (fr) θηλυκό
- η λεπτότητα, το τακτ
- (γαστρονομία) η νοστιμάδα
ενικός | πληθυντικός |
délicatesse | délicatesses |
délicatesse (fr) θηλυκό