Ετυμολογία

επεξεργασία
délicatesse <  δείτε τις λέξεις délicat και -esse

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
délicatesse délicatesses

délicatesse (fr) θηλυκό

  1. η λεπτότητα, το τακτ
  2. (γαστρονομία) η νοστιμάδα