λεπτότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λεπτότητα < αρχαία ελληνική λεπτότης < λεπτός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /leˈpto.ti.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λεπτότητα θηλυκό
- η λεπτή σωματική διάπλαση
- η ευγενική και διακριτική συμπεριφορά
- από λεπτότητα δε με ρώτησε τίποτε
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λεπτός