λεπτότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λεπτότης | αἱ | λεπτότητες |
γενική | τῆς | λεπτότητος | τῶν | λεπτοτήτων |
δοτική | τῇ | λεπτότητῐ | ταῖς | λεπτότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | λεπτότητᾰ | τὰς | λεπτότητᾰς |
κλητική ὦ! | λεπτότης | λεπτότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεπτότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λεπτοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεπτότης, -τητος θηλυκό
- ισχνότητα, η ιδιότητα του λεπτού
- (μεταφορικά) εξυπνάδα, ευφυΐα
Πηγές
επεξεργασία- λεπτότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λεπτότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.