Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισχνότητα οι ισχνότητες
      γενική της ισχνότητας των ισχνοτήτων
    αιτιατική την ισχνότητα τις ισχνότητες
     κλητική ισχνότητα ισχνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισχνότητα < ισχνός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισχνότητα θηλυκό

  1. λιποσαρκία, αδυναμία
  2. ανεπάρκεια, ένδεια

οικονομική ισχνότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία