Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισχνότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ισχνότητ
α
οι
ισχνότητ
ες
γενική
της
ισχνότητ
ας
των
ισχνοτήτ
ων
αιτιατική
την
ισχνότητ
α
τις
ισχνότητ
ες
κλητική
ισχνότητ
α
ισχνότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ισχνότητα
<
ισχνός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ισχνότητα
θηλυκό
λιποσαρκία, αδυναμία
ανεπάρκεια, ένδεια
οικονομική ισχνότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισχνότητα
αγγλικά
:
weakness
(en)
γαλλικά
:
faiblesse
(fr)
θηλυκό