faiblesse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- faiblesse < foiblece < faible
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
faiblesse | faiblesses |
faiblesse (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη faible
ενικός | πληθυντικός |
faiblesse | faiblesses |
faiblesse (fr) θηλυκό