subtilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- subtilité < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
subtilité | subtilités |
subtilité (fr) θηλυκό
- η λεπτότητα, η επιδεξιότητα
ενικός | πληθυντικός |
subtilité | subtilités |
subtilité (fr) θηλυκό