subtil
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | subtil | subtils |
θηλυκό | subtile | subtiles |
subtil (fr)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
subtil | subtis |
subtil (pt)