Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκλεπτυσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκλεπτυσμέν
ος
η
εκλεπτυσμέν
η
το
εκλεπτυσμέν
ο
γενική
του
εκλεπτυσμέν
ου
της
εκλεπτυσμέν
ης
του
εκλεπτυσμέν
ου
αιτιατική
τον
εκλεπτυσμέν
ο
την
εκλεπτυσμέν
η
το
εκλεπτυσμέν
ο
κλητική
εκλεπτυσμέν
ε
εκλεπτυσμέν
η
εκλεπτυσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκλεπτυσμέν
οι
οι
εκλεπτυσμέν
ες
τα
εκλεπτυσμέν
α
γενική
των
εκλεπτυσμέν
ων
των
εκλεπτυσμέν
ων
των
εκλεπτυσμέν
ων
αιτιατική
τους
εκλεπτυσμέν
ους
τις
εκλεπτυσμέν
ες
τα
εκλεπτυσμέν
α
κλητική
εκλεπτυσμέν
οι
εκλεπτυσμέν
ες
εκλεπτυσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκλεπτυσμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκλεπτύνω
Μετοχή
επεξεργασία
εκλεπτυσμένος, -η, -ο
που έχει
εκλεπτυνθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
εξευγενισμένος
καλλιεργημένος
λεπτός
φίνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκλεπτυσμένος
αγγλικά
:
refined
(en)
γαλλικά
:
fin
(fr)
,
raffiné
(fr)