εκλεπτύνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκλεπτύνω < (ελληνιστική κοινή) ἐκλεπτύνω < αρχαία ελληνική λεπτύνω < λεπτός < λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lep- (φλούδα, φλοιός)
Ρήμα επεξεργασία
εκλεπτύνω (παθητική φωνή: εκλεπτύνομαι)
- (λόγιο) κάνω κάτι πιο λεπτό
- (μεταφορικά) εξευγενίζω
Συγγενικά επεξεργασία
- εκλέπτυνση
- εκλεπτυσμένα
- εκλεπτυσμένος
- → δείτε τη λέξη λεπτός
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκλεπτύνω | εκλέπτυνα | θα εκλεπτύνω | να εκλεπτύνω | εκλεπτύνοντας | |
β' ενικ. | εκλεπτύνεις | εκλέπτυνες | θα εκλεπτύνεις | να εκλεπτύνεις | εκλέπτυνε | |
γ' ενικ. | εκλεπτύνει | εκλέπτυνε | θα εκλεπτύνει | να εκλεπτύνει | ||
α' πληθ. | εκλεπτύνουμε | εκλεπτύναμε | θα εκλεπτύνουμε | να εκλεπτύνουμε | ||
β' πληθ. | εκλεπτύνετε | εκλεπτύνατε | θα εκλεπτύνετε | να εκλεπτύνετε | εκλεπτύνετε | |
γ' πληθ. | εκλεπτύνουν(ε) | εκλέπτυναν εκλεπτύναν(ε) |
θα εκλεπτύνουν(ε) | να εκλεπτύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκλέπτυνα | θα εκλεπτύνω | να εκλεπτύνω | εκλεπτύνει | ||
β' ενικ. | εκλέπτυνες | θα εκλεπτύνεις | να εκλεπτύνεις | εκλέπτυνε | ||
γ' ενικ. | εκλέπτυνε | θα εκλεπτύνει | να εκλεπτύνει | |||
α' πληθ. | εκλεπτύναμε | θα εκλεπτύνουμε | να εκλεπτύνουμε | |||
β' πληθ. | εκλεπτύνατε | θα εκλεπτύνετε | να εκλεπτύνετε | εκλεπτύντε | ||
γ' πληθ. | εκλέπτυναν εκλεπτύναν(ε) |
θα εκλεπτύνουν(ε) | να εκλεπτύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκλεπτύνει | είχα εκλεπτύνει | θα έχω εκλεπτύνει | να έχω εκλεπτύνει | ||
β' ενικ. | έχεις εκλεπτύνει | είχες εκλεπτύνει | θα έχεις εκλεπτύνει | να έχεις εκλεπτύνει | ||
γ' ενικ. | έχει εκλεπτύνει | είχε εκλεπτύνει | θα έχει εκλεπτύνει | να έχει εκλεπτύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκλεπτύνει | είχαμε εκλεπτύνει | θα έχουμε εκλεπτύνει | να έχουμε εκλεπτύνει | ||
β' πληθ. | έχετε εκλεπτύνει | είχατε εκλεπτύνει | θα έχετε εκλεπτύνει | να έχετε εκλεπτύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκλεπτύνει | είχαν εκλεπτύνει | θα έχουν εκλεπτύνει | να έχουν εκλεπτύνει |
|