Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξευγενισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξευγενισμέν
ος
η
εξευγενισμέν
η
το
εξευγενισμέν
ο
γενική
του
εξευγενισμέν
ου
της
εξευγενισμέν
ης
του
εξευγενισμέν
ου
αιτιατική
τον
εξευγενισμέν
ο
την
εξευγενισμέν
η
το
εξευγενισμέν
ο
κλητική
εξευγενισμέν
ε
εξευγενισμέν
η
εξευγενισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξευγενισμέν
οι
οι
εξευγενισμέν
ες
τα
εξευγενισμέν
α
γενική
των
εξευγενισμέν
ων
των
εξευγενισμέν
ων
των
εξευγενισμέν
ων
αιτιατική
τους
εξευγενισμέν
ους
τις
εξευγενισμέν
ες
τα
εξευγενισμέν
α
κλητική
εξευγενισμέν
οι
εξευγενισμέν
ες
εξευγενισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξευγενισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξευγενίζω
Μετοχή
επεξεργασία
εξευγενισμένος, -η, -ο
που έχει
εξευγενιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξευγενισμένος
αγγλικά
:
ennobled
(en)
γαλλικά
:
anobli
(fr)