Ετυμολογία

επεξεργασία
φίνος < μεσαιωνική ελληνική φίνος < ιταλικό fino (όριο, λεπτός)

  Επίθετο

επεξεργασία

φίνος

  1. ο ραφινάτος, άψογος σε όλα και κυρίως στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά, αβρόςμε κυρίαρχο στοιχείο την ευγένεια και τους λεπτούς τρόπους
    Φίνος άνθρωπος (εξαιρετικός, ευγενής, περίφημος άνθρωπος)
    Φίνα συμπεριφορά
    Το φόρεμα στη γαμήλια γιορτή πρέπει να είναι από φίνο ύφασμα (λεπτό, πολύ καλά επεξεργασμένο)
    Φίνο άρωμα (αυτό που δεν είναι βαρύ, αλλά διακριτικό, λεπτό και συνάμα πολύ όμορφο)
  2. φίνα :το ουδέτερο στον πληθυντικό δεν συνηθίζεται και χρησιμοποιείται κυρίως ως επίρρημα (σημαίνει περίφημα,τέλεια, πολύ καλά)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία