Δείτε επίσης: ἁβρός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβρός η αβρή το αβρό
      γενική του αβρού της αβρής του αβρού
    αιτιατική τον αβρό την αβρή το αβρό
     κλητική αβρέ αβρή αβρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβροί οι αβρές τα αβρά
      γενική των αβρών των αβρών των αβρών
    αιτιατική τους αβρούς τις αβρές τα αβρά
     κλητική αβροί αβρές αβρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁβρός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βρός

  Επίθετο

επεξεργασία

αβρός -ή -ό

  1. απαλός, μαλακός
    ※  Ενας καλοαναθρεμμένος άνδρας γνωρίζει εκ των προτέρων τη συμπεριφορά που πρέπει να έχει, όπως και αυτήν που θα συναντήσει στις διάφορες φάσεις αυτού του έρωτα· μια και εδώ δεν υπάρχει πάθος και απρόοπτο, αυτός ο έρωτας είναι συχνά πιο αβρός από τον αληθινό, γιατί είναι πάντοτε πολύ πνευματώδης· μοιάζει με μια ψυχρή και χαριτωμένη μινιατούρα δίπλα σ’ έναν πίνακα των Καράτσι· κι ενώ ο έρωτας-πάθος μάς απομακρύνει από όλα τα συμφέροντά μας, ο παιγνιώδης έρωτας γνωρίζει πάντα τον τρόπο να συμβαδίζει μαζί τους.
    Υμνοι στον έρωτα από Γάλλους συγγραφείς του 18ου-19ου αιώνα, Η Καθημερινή, 14 Φεβρουαρίου 2016
  2. ευγενικός, με λεπτούς τρόπους
  3. χαριτωμένος, όμορφος
  4. (για πράγματα) λαμπρός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αβρόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)