αβρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αβρός < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἁβρός[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈvɾɔs/
- συλλαβισμός : α‐βρός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αβρός -ή -ό
- απαλός, μαλακός
- ευγενικός, με λεπτούς τρόπους
- χαριτωμένος, όμορφος
- (για πράγματα) λαμπρός, «αβρόν στέφανον» (Πίνδαρος)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «αβρός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.