αβροδίαιτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβροδίαιτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁβροδίαιτος[1][2] < ἁβρός + -δίαιτος (< δίαιτα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɾoˈði.e.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βρο‐δί‐αι‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααβροδίαιτος, -η, -ο
- καλομαθημένος, μαλθακός
- ※ Φέροντας θράσος της μετασοβιετικής ολιγαρχίας, ο αβροδίαιτος νέος άνδρας με τον οιδηματοποιημένο εγωισμό έχει χάσει το μέτρο μέσα από τον φανατισμό που τον διακατέχει για το αγαπημένο του παιχνίδι: τον ΠΑΟΚ.
- Γιώργος Νασμής, Το μετέωρο βήμα του υιού, Τα Νέα, 15 Μαρτίου 2018
- ※ Φέροντας θράσος της μετασοβιετικής ολιγαρχίας, ο αβροδίαιτος νέος άνδρας με τον οιδηματοποιημένο εγωισμό έχει χάσει το μέτρο μέσα από τον φανατισμό που τον διακατέχει για το αγαπημένο του παιχνίδι: τον ΠΑΟΚ.
- ντελικάτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβροδίαιτος
→ δείτε τις λέξεις καλομαθημένος και μαλθακός |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβροδίαιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβροδίαιτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)