αβροδίαιτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβροδίαιτα < αβροδίαιτ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɾoˈði.e.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βρο‐δί‐αι‐τα
Επίρρημα
επεξεργασίααβροδίαιτα (τροπικό επίρρημα)
- με όλες τις ανέσεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααβροδίαιτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβροδίαιτος