↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαλθακός η μαλθακή το μαλθακό
      γενική του μαλθακού της μαλθακής του μαλθακού
    αιτιατική τον μαλθακό τη μαλθακή το μαλθακό
     κλητική μαλθακέ μαλθακή μαλθακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαλθακοί οι μαλθακές τα μαλθακά
      γενική των μαλθακών των μαλθακών των μαλθακών
    αιτιατική τους μαλθακούς τις μαλθακές τα μαλθακά
     κλητική μαλθακοί μαλθακές μαλθακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλθακός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαλθακός (μαλακός (στην αφή)· δειλός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mal.θaˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαλ‐θα‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μαλθακός, -ή, -ό

  1. που δεν δείχνει καμία ενεργητικότητα ή ζωτικότητα
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις τρυφηλός, αβροδίαιτος και ράθυμος
  2. που έχει συνηθίσει στις ανέσεις
     συνώνυμα: καλομαθημένος
     αντώνυμα: σκληραγωγημένος
  3. (ιατρική) μαλακός
    ⮡  η μαλθακή υπερώα, η σκληρή υπερώα
    ⮡  σκλήρυνση της μαλθακής υπερώας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
μαλθᾰκο-
ονομαστική μαλθακός μαλθακή τὸ μαλθακόν
      γενική τοῦ μαλθακοῦ τῆς μαλθακῆς τοῦ μαλθακοῦ
      δοτική τῷ μαλθακ τῇ μαλθακ τῷ μαλθακ
    αιτιατική τὸν μαλθακόν τὴν μαλθακήν τὸ μαλθακόν
     κλητική ! μαλθακέ μαλθακή μαλθακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μαλθακοί αἱ μαλθακαί τὰ μαλθακᾰ́
      γενική τῶν μαλθακῶν τῶν μαλθακῶν τῶν μαλθακῶν
      δοτική τοῖς μαλθακοῖς ταῖς μαλθακαῖς τοῖς μαλθακοῖς
    αιτιατική τοὺς μαλθακούς τὰς μαλθακᾱ́ς τὰ μαλθακᾰ́
     κλητική ! μαλθακοί μαλθακαί μαλθακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μαλθακώ τὼ μαλθακᾱ́ τὼ μαλθακώ
      γεν-δοτ τοῖν μαλθακοῖν τοῖν μαλθακαῖν τοῖν μαλθακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλθακός < λείπει η ετυμολογία [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

μαλθακός, -ή, -όν

  1. μαλακός, απαλός στην αφή
  2. δειλός, ήπιος, λιγόψυχος, αδύναμος

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
μαλθακ- 

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.