μαλθακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαλθακώνω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mal.θaˈko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαλ‐θα‐κώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαμαλθακώνω, αόρ.: μαλθάκωσα, παθ.φωνή: μαλθακώνομαι, π.αόρ.: μαλθακώθηκα
- κάνω κάτι μαλθακό
- κακομαθαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μαλθακός
Κλίση
επεξεργασίαΚαι παθητικός παρωχημένος τύπος μαλθακούμαι (κατά την αρχαία κλίση σε -όω, -όομαι)
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαλθακώνω | μαλθάκωνα | θα μαλθακώνω | να μαλθακώνω | μαλθακώνοντας | |
β' ενικ. | μαλθακώνεις | μαλθάκωνες | θα μαλθακώνεις | να μαλθακώνεις | μαλθάκωνε | |
γ' ενικ. | μαλθακώνει | μαλθάκωνε | θα μαλθακώνει | να μαλθακώνει | ||
α' πληθ. | μαλθακώνουμε | μαλθακώναμε | θα μαλθακώνουμε | να μαλθακώνουμε | ||
β' πληθ. | μαλθακώνετε | μαλθακώνατε | θα μαλθακώνετε | να μαλθακώνετε | μαλθακώνετε | |
γ' πληθ. | μαλθακώνουν(ε) | μαλθάκωναν μαλθακώναν(ε) |
θα μαλθακώνουν(ε) | να μαλθακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαλθάκωσα | θα μαλθακώσω | να μαλθακώσω | μαλθακώσει | ||
β' ενικ. | μαλθάκωσες | θα μαλθακώσεις | να μαλθακώσεις | μαλθάκωσε | ||
γ' ενικ. | μαλθάκωσε | θα μαλθακώσει | να μαλθακώσει | |||
α' πληθ. | μαλθακώσαμε | θα μαλθακώσουμε | να μαλθακώσουμε | |||
β' πληθ. | μαλθακώσατε | θα μαλθακώσετε | να μαλθακώσετε | μαλθακώστε | ||
γ' πληθ. | μαλθάκωσαν μαλθακώσαν(ε) |
θα μαλθακώσουν(ε) | να μαλθακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαλθακώσει | είχα μαλθακώσει | θα έχω μαλθακώσει | να έχω μαλθακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαλθακώσει | είχες μαλθακώσει | θα έχεις μαλθακώσει | να έχεις μαλθακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαλθακώσει | είχε μαλθακώσει | θα έχει μαλθακώσει | να έχει μαλθακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαλθακώσει | είχαμε μαλθακώσει | θα έχουμε μαλθακώσει | να έχουμε μαλθακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαλθακώσει | είχατε μαλθακώσει | θα έχετε μαλθακώσει | να έχετε μαλθακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαλθακώσει | είχαν μαλθακώσει | θα έχουν μαλθακώσει | να έχουν μαλθακώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαλθακώνομαι | μαλθακωνόμουν(α) | θα μαλθακώνομαι | να μαλθακώνομαι | ||
β' ενικ. | μαλθακώνεσαι | μαλθακωνόσουν(α) | θα μαλθακώνεσαι | να μαλθακώνεσαι | ||
γ' ενικ. | μαλθακώνεται | μαλθακωνόταν(ε) | θα μαλθακώνεται | να μαλθακώνεται | ||
α' πληθ. | μαλθακωνόμαστε | μαλθακωνόμαστε μαλθακωνόμασταν |
θα μαλθακωνόμαστε | να μαλθακωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μαλθακώνεστε | μαλθακωνόσαστε μαλθακωνόσασταν |
θα μαλθακώνεστε | να μαλθακώνεστε | (μαλθακώνεστε) | |
γ' πληθ. | μαλθακώνονται | μαλθακώνονταν μαλθακωνόντουσαν |
θα μαλθακώνονται | να μαλθακώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαλθακώθηκα | θα μαλθακωθώ | να μαλθακωθώ | μαλθακωθεί | ||
β' ενικ. | μαλθακώθηκες | θα μαλθακωθείς | να μαλθακωθείς | μαλθακώσου | ||
γ' ενικ. | μαλθακώθηκε | θα μαλθακωθεί | να μαλθακωθεί | |||
α' πληθ. | μαλθακωθήκαμε | θα μαλθακωθούμε | να μαλθακωθούμε | |||
β' πληθ. | μαλθακωθήκατε | θα μαλθακωθείτε | να μαλθακωθείτε | μαλθακωθείτε | ||
γ' πληθ. | μαλθακώθηκαν μαλθακωθήκαν(ε) |
θα μαλθακωθούν(ε) | να μαλθακωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαλθακωθεί | είχα μαλθακωθεί | θα έχω μαλθακωθεί | να έχω μαλθακωθεί | ||
β' ενικ. | έχεις μαλθακωθεί | είχες μαλθακωθεί | θα έχεις μαλθακωθεί | να έχεις μαλθακωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαλθακωθεί | είχε μαλθακωθεί | θα έχει μαλθακωθεί | να έχει μαλθακωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαλθακωθεί | είχαμε μαλθακωθεί | θα έχουμε μαλθακωθεί | να έχουμε μαλθακωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαλθακωθεί | είχατε μαλθακωθεί | θα έχετε μαλθακωθεί | να έχετε μαλθακωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαλθακωθεί | είχαν μαλθακωθεί | θα έχουν μαλθακωθεί | να έχουν μαλθακωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαλθακώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- μαλθακώνω, μαλθακώνομαι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)