Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλθακώνω < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mal.θaˈko.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαλ‐θα‐κώ‐νω

μαλθακώνω, αόρ.: μαλθάκωσα, παθ.φωνή: μαλθακώνομαι, π.αόρ.: μαλθακώθηκα

  1. κάνω κάτι μαλθακό
  2. κακομαθαίνω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μαλθακός

Και παθητικός παρωχημένος τύπος μαλθακούμαι (κατά την αρχαία κλίση σε -όω, -όομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία