μάλθη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μάλθη < ομόρριζο του μαλθακός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάλθη θηλυκό (απαντάται και μάλθα)
- μίγμα κεριού και πίσσας για την επίχριση πινακίδων (που επρόκειτο να χηρισμοποιηθούν για γραφή) αλλά και για την επίχριση πλοίων
- ἐν μάλθῃ γεγραμμένη μαρτυρία