πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίχριση οι επιχρίσεις
      γενική της επίχρισης* των επιχρίσεων
    αιτιατική την επίχριση τις επιχρίσεις
     κλητική επίχριση επιχρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίχριση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία