application
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
application | applications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαapplication (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αίτηση, ένα επίσημο (συχνά γραπτό) αίτημα για κάτι, όπως μια δουλειά, άδεια να κάνω κάτι ή μια θέση σε ένα κολέγιο ή πανεπιστήμιο
- ⮡ Fill out the applications with capital letters.
- Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
- ⮡ I will try to push your application through to get the loan.
- Θα προσπαθήσω να προωθήσω την αίτησή σου για να πάρεις το δάνειο.
- ⮡ Fill out the applications with capital letters.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, η πρακτική χρήση κάτι, ειδικά μιας θεωρίας, ανακάλυψης κτλ.
- ⮡ the applications of this theory/invention - οι εφαρμογές αυτής της θεωρίας/εφεύρεσης
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, η ενέργεια κατά την οποία τοποθετούμε ή απλώνουμε κάτι σε μία επιφάνεια
- ⮡ the application of an ointment - η εφαρμογή μιας αλοιφής
- (μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, η ενέργεια του να εφαρμόζω έναν κανόνα ή νόμο
- ⮡ the strict application of the new law - η αυστηρή εφαρμογή του νέου νόμου
- (πληροφορική) η εφαρμογή, το πρόγραμμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη apply
Υπώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
application | applications |
application (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- avec application - ευσυνείδητα