Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
application applications

  Ουσιαστικό επεξεργασία

application (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αίτηση, ένα επίσημο (συχνά γραπτό) αίτημα για κάτι, όπως μια δουλειά, άδεια να κάνω κάτι ή μια θέση σε ένα κολέγιο ή πανεπιστήμιο
    Fill out the applications with capital letters.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, η πρακτική χρήση κάτι, ειδικά μιας θεωρίας, ανακάλυψης κτλ.
    the applications of this theory/invention - οι εφαρμογές αυτής της θεωρίας/εφεύρεσης
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, η ενέργεια κατά την οποία τοποθετούμε ή απλώνουμε κάτι σε μία επιφάνεια
    the application of an ointment - η εφαρμογή μιας αλοιφής
  4. (μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, η ενέργεια του να εφαρμόζω έναν κανόνα ή νόμο
    the strict application of the new law - η αυστηρή εφαρμογή του νέου νόμου
  5. (πληροφορική) η εφαρμογή, το πρόγραμμα
    The application closed unexpectedly.
    Η εφαρμογή έκλεισε απρόσμενα.
     συνώνυμα:  program και software
    συντομογραφία: app

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη apply

Υπώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
application applications

application (fr) θηλυκό

  1. εφαρμογή
  2. ευσυνειδησία

Εκφράσεις επεξεργασία