application
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
application (en)
- εφαρμογή
- the application of a theory, a computer application
- αίτηση
- (πληροφορική) εφαρμογή, πρόγραμμα
Επεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
application | applications |
application (fr) θηλυκό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- avec application - ευσυνείδητα