Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
program programs

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

program (en) (ΗΠΑ) και programme (ΗΒ)

  1. το πρόγραμμα
  2. (πληροφορική) το πρόγραμμα
    ※  A computer program is a list of "instructions" to be "executed" by a computer. [1]
    «Ένα πρόγραμμα υπολογιστή είναι μια λίστα με "εντολές" που πρέπει να "εκτελεστούν" από έναν υπολογιστή.»
    ※  In HTML, JavaScript programs are executed by the web browser. [1]
    «Στην HTML, τα προγράμματα JavaScript εκτελούνται από το πρόγραμμα περιήγησης ιστοσελίδων»
     συνώνυμα: application (app), software

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • program στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. 1,0 1,1 (αγγλικά) JavaScript Statements. Πρόσβαση 2021-03-07.



Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

program (pl) αρσενικό

  1. το πρόγραμμα
  2. (κατʼ επέκταση) το πρόγραμμα μιας συναυλίας, των εκπομπών του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης, κ.α.



Τσεχικά (cs)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

program (cs) αρσενικό

  1. το πρόγραμμα