Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκέπασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκέπασμα
τα
σκεπάσμα
τ
α
γενική
του
σκεπάσμα
τ
ος
των
σκεπασμά
τ
ων
αιτιατική
το
σκέπασμα
τα
σκεπάσμα
τ
α
κλητική
σκέπασμα
σκεπάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκέπασμα
<
σκεπάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκέπασμα
ουδέτερο
το
καπάκι
κουβέρτα
ή
σεντόνι
,
κλινοσκέπασμα
η ενέργεια του
σκεπάζω
(
καλύπτω
)
Συνώνυμα
επεξεργασία
κάλυμμα
καπάκι
σκέπαστρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκέπασμα