κουβέρτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουβέρτα < (άμεσο δάνειο) βενετική coverta / ιταλική coperta < coprto < λατινική coopertus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος cooperio < con- + operio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁epi (ἐπί) + *h₂wer (καλύπτω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈveɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐βέρ‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουβέρτα θηλυκό
- ύφασμα, μάλλινο ή βαμβακερό, που χρησιμοποιείται πάνω από τα σεντόνια του κρεβατιού για να προστατεύει από το κρύο
- (ναυτικός όρος) κατάστρωμα ενός πλοίου
- ※ Σαν πέσανε οι κουρσάροι απάνου στην κουβέρτα μ' αλλαλαγμό κι αντάρα πολλή, οι χατζήδες κατεβήκανε στ' αμπάρι και σφαλιστήκανε. (Φώτης Κόντογλου Ο κουρσάρος Άβερης, ο λεγόμενος Μπεν [διήγημα])
- (μεταφορικά) πρόσχημα
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κουβέρτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ύφασμα
κατάστρωμα
|
πρόσχημα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, η έκφραση έλκει την καταγωγή της από τους φυλακισμένους, όταν έπαιζαν μπαρμπούτι στους θαλάμους τους (απλώνοντας στο πάτωμα μια κουβέρτα, για να ρίχνουν τα ζάρια), φανερά, χωρίς να κρύβονται από τους δεσμοφύλακες. Βλ. Παροιμίες του υποκόσμου [2002] (Αθήνα: Νεφέλη, 2019, ISBN 960-211-657-9), σ. 24.