κλινοσκέπασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλινοσκέπασμα < κλίνη + -ο- + σκέπασμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Bettdecke[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kli.noˈsce.pa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλι‐νο‐σκέ‐πα‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλινοσκέπασμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ κλινοσκέπασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας