Ετυμολογία

επεξεργασία

σκεπάζω (παθητική φωνή: σκεπάζομαι)

  1. καλύπτω εντελώς
    το χιόνι σκέπαζε το δρόμο
  2. (ειδικότερα) τοποθετώ ένα σκέπασμα ή κάλυμμα ή πώμα πάνω από κάτι/κάποιον
  3. τοποθετώ σκεπή σε ένα χώρο, στεγάζω
  4. (μεταφορικά) συγκαλύπτω κάτι το παράνομο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία