σκεπάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκεπάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκεπάζω < σκέπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sceˈpa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκε‐πά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασκεπάζω (παθητική φωνή: σκεπάζομαι)
- καλύπτω εντελώς
- το χιόνι σκέπαζε το δρόμο
- (ειδικότερα) τοποθετώ ένα σκέπασμα ή κάλυμμα ή πώμα πάνω από κάτι/κάποιον
- τοποθετώ σκεπή σε ένα χώρο, στεγάζω
- (μεταφορικά) συγκαλύπτω κάτι το παράνομο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκεπάζω | σκέπαζα | θα σκεπάζω | να σκεπάζω | σκεπάζοντας | |
β' ενικ. | σκεπάζεις | σκέπαζες | θα σκεπάζεις | να σκεπάζεις | σκέπαζε | |
γ' ενικ. | σκεπάζει | σκέπαζε | θα σκεπάζει | να σκεπάζει | ||
α' πληθ. | σκεπάζουμε | σκεπάζαμε | θα σκεπάζουμε | να σκεπάζουμε | ||
β' πληθ. | σκεπάζετε | σκεπάζατε | θα σκεπάζετε | να σκεπάζετε | σκεπάζετε | |
γ' πληθ. | σκεπάζουν(ε) | σκέπαζαν σκεπάζαν(ε) |
θα σκεπάζουν(ε) | να σκεπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκέπασα | θα σκεπάσω | να σκεπάσω | σκεπάσει | ||
β' ενικ. | σκέπασες | θα σκεπάσεις | να σκεπάσεις | σκέπασε | ||
γ' ενικ. | σκέπασε | θα σκεπάσει | να σκεπάσει | |||
α' πληθ. | σκεπάσαμε | θα σκεπάσουμε | να σκεπάσουμε | |||
β' πληθ. | σκεπάσατε | θα σκεπάσετε | να σκεπάσετε | σκεπάστε | ||
γ' πληθ. | σκέπασαν σκεπάσαν(ε) |
θα σκεπάσουν(ε) | να σκεπάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκεπάσει | είχα σκεπάσει | θα έχω σκεπάσει | να έχω σκεπάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκεπάσει | είχες σκεπάσει | θα έχεις σκεπάσει | να έχεις σκεπάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκεπάσει | είχε σκεπάσει | θα έχει σκεπάσει | να έχει σκεπάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκεπάσει | είχαμε σκεπάσει | θα έχουμε σκεπάσει | να έχουμε σκεπάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκεπάσει | είχατε σκεπάσει | θα έχετε σκεπάσει | να έχετε σκεπάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκεπάσει | είχαν σκεπάσει | θα έχουν σκεπάσει | να έχουν σκεπάσει |
|