στεγάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεγάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεγάζω < στέγη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /steˈɣa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐γά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαστεγάζω , αόρ.: στέγασα, παθ.φωνή: στεγάζομαι, π.αόρ.: στεγάστηκα, μτχ.π.π.: στεγασμένος
- καλύπτω έναν χώρο τοποθετώντας στέγη
- παρέχω σπίτι ή κατάλυμα
- (μεταφορικά) παρέχω χώρο και δυνατότητες να δραστηριοποιηθεί κάποιος
Συγγενικά
επεξεργασία- αμεταστέγαστος
- αποστεγάζω
- αποστέγαση
- αποστεγασμένος
- αποστεγαστικός
- αστέγαστος
- αυτοστέγαση
- αυτοστεγασμένος
- αυτοστεγασμός
- αυτοστεγαστικός
- επαναστεγάζω
- επαναστέγαση
- επιστεγάζω
- επιστέγαση
- επιστέγασμα
- μεταστεγάζω
- μεταστέγαση
- μεταστεγάσιμος
- ξεστεγάζω
- παραστέγασμα
- περιστεγάζω
- περιστεγασμένος
- προστέγασμα
- στέγαση
- στεγάσιμος
- στέγασμα
- στεγασμένος / εστεγασμένος
- στεγασμός
- στεγαστής
- στεγαστικά
- στεγαστικός
- στεγαστικώς
- στέγαστρο
- συστεγάζω
- συστέγαση
- συστεγασμένος
- συστεγασμός
- υποστέγασμα
- ψηλοστέγαστος
- → δείτε τη λέξη στέγη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεγάζω | στέγαζα | θα στεγάζω | να στεγάζω | στεγάζοντας | |
β' ενικ. | στεγάζεις | στέγαζες | θα στεγάζεις | να στεγάζεις | στέγαζε | |
γ' ενικ. | στεγάζει | στέγαζε | θα στεγάζει | να στεγάζει | ||
α' πληθ. | στεγάζουμε | στεγάζαμε | θα στεγάζουμε | να στεγάζουμε | ||
β' πληθ. | στεγάζετε | στεγάζατε | θα στεγάζετε | να στεγάζετε | στεγάζετε | |
γ' πληθ. | στεγάζουν(ε) | στέγαζαν στεγάζαν(ε) |
θα στεγάζουν(ε) | να στεγάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στέγασα | θα στεγάσω | να στεγάσω | στεγάσει | ||
β' ενικ. | στέγασες | θα στεγάσεις | να στεγάσεις | στέγασε | ||
γ' ενικ. | στέγασε | θα στεγάσει | να στεγάσει | |||
α' πληθ. | στεγάσαμε | θα στεγάσουμε | να στεγάσουμε | |||
β' πληθ. | στεγάσατε | θα στεγάσετε | να στεγάσετε | στεγάστε | ||
γ' πληθ. | στέγασαν στεγάσαν(ε) |
θα στεγάσουν(ε) | να στεγάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στεγάσει | είχα στεγάσει | θα έχω στεγάσει | να έχω στεγάσει | ||
β' ενικ. | έχεις στεγάσει | είχες στεγάσει | θα έχεις στεγάσει | να έχεις στεγάσει | ||
γ' ενικ. | έχει στεγάσει | είχε στεγάσει | θα έχει στεγάσει | να έχει στεγάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στεγάσει | είχαμε στεγάσει | θα έχουμε στεγάσει | να έχουμε στεγάσει | ||
β' πληθ. | έχετε στεγάσει | είχατε στεγάσει | θα έχετε στεγάσει | να έχετε στεγάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στεγάσει | είχαν στεγάσει | θα έχουν στεγάσει | να έχουν στεγάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεγάζομαι | στεγαζόμουν(α) | θα στεγάζομαι | να στεγάζομαι | ||
β' ενικ. | στεγάζεσαι | στεγαζόσουν(α) | θα στεγάζεσαι | να στεγάζεσαι | ||
γ' ενικ. | στεγάζεται | στεγαζόταν(ε) | θα στεγάζεται | να στεγάζεται | ||
α' πληθ. | στεγαζόμαστε | στεγαζόμαστε στεγαζόμασταν |
θα στεγαζόμαστε | να στεγαζόμαστε | ||
β' πληθ. | στεγάζεστε | στεγαζόσαστε στεγαζόσασταν |
θα στεγάζεστε | να στεγάζεστε | (στεγάζεστε) | |
γ' πληθ. | στεγάζονται | στεγάζονταν στεγαζόντουσαν |
θα στεγάζονται | να στεγάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεγάστηκα | θα στεγαστώ | να στεγαστώ | στεγαστεί | ||
β' ενικ. | στεγάστηκες | θα στεγαστείς | να στεγαστείς | στεγάσου | ||
γ' ενικ. | στεγάστηκε | θα στεγαστεί | να στεγαστεί | |||
α' πληθ. | στεγαστήκαμε | θα στεγαστούμε | να στεγαστούμε | |||
β' πληθ. | στεγαστήκατε | θα στεγαστείτε | να στεγαστείτε | στεγαστείτε | ||
γ' πληθ. | στεγάστηκαν στεγαστήκαν(ε) |
θα στεγαστούν(ε) | να στεγαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στεγαστεί | είχα στεγαστεί | θα έχω στεγαστεί | να έχω στεγαστεί | στεγασμένος | |
β' ενικ. | έχεις στεγαστεί | είχες στεγαστεί | θα έχεις στεγαστεί | να έχεις στεγαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει στεγαστεί | είχε στεγαστεί | θα έχει στεγαστεί | να έχει στεγαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στεγαστεί | είχαμε στεγαστεί | θα έχουμε στεγαστεί | να έχουμε στεγαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε στεγαστεί | είχατε στεγαστεί | θα έχετε στεγαστεί | να έχετε στεγαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στεγαστεί | είχαν στεγαστεί | θα έχουν στεγαστεί | να έχουν στεγαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στεγασμένος - είμαστε, είστε, είναι στεγασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στεγασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στεγασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στεγασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στεγασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στεγασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στεγασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στεγάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στεγάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.