μεταστέγαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταστέγαση | οι | μεταστεγάσεις |
γενική | της | μεταστέγασης* | των | μεταστεγάσεων |
αιτιατική | τη | μεταστέγαση | τις | μεταστεγάσεις |
κλητική | μεταστέγαση | μεταστεγάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταστεγάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταστέγαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταστέγαση θηλυκό
- η μετεγκατάσταση υπηρεσιών, δομών, προσωπικού ή οικογένειας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταστέγαση
|