μετεγκατάσταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετεγκατάσταση | οι | μετεγκαταστάσεις |
γενική | της | μετεγκατάστασης* | των | μετεγκαταστάσεων |
αιτιατική | τη | μετεγκατάσταση | τις | μετεγκαταστάσεις |
κλητική | μετεγκατάσταση | μετεγκαταστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετεγκαταστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετεγκατάσταση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετεγκατάσταση θηλυκό
- η μεταφορά μιας εγκατάστασης σε άλλο μέρος
- (πληροφορική) migration: η μεταφορά αρχείων ή και προγραμμάτων από έναν υπολογιστή σε έναν άλλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετεγκατάσταση