Ετυμολογία

επεξεργασία
επιστεγάζω < αρχαία ελληνική ἐπιστεγάζω < ἐπί + στεγάζω

επιστεγάζω (παθητική φωνή: επιστεγάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία