• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

επιστέγασμα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιστέγασμα τα επιστεγάσματα
      γενική του επιστεγάσματος των επιστεγασμάτων
    αιτιατική το επιστέγασμα τα επιστεγάσματα
     κλητική επιστέγασμα επιστεγάσματα
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επιστέγασμα < επιστεγάζω + -μα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επιστέγασμα ουδέτερο

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιστεγάζω
    επιστέγασμα της σκληρής του δουλειάς ήταν να ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα.

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • επιστέγαση

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ολοκλήρωση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επιστέγασμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επιστέγασμα&oldid=4838708"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:06

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:06.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie