Δείτε επίσης: ἐπιστέφω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιστέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστέφω < ἐπί + στέφω

επιστέφω → λείπει η κλίση

  1. (αρχαιοπρεπές) στεφανώνω
  2. (αρχαιοπρεπές) τοποθετώ στην κορυφή
    Οι κίονες είναι κυλινδρικοί αρράβδωτοι από φαιόχρωμο μάρμαρο και επιστέφονται με ιωνικά κιονόκρανα. (*odysseus.culture.gr)
  3. (λόγιο) ολοκληρώνω κάτι που κάνω με μια τελευταία σημαντική ενέργεια, θέτω ως επιστέγασμα
     συνώνυμα: επισφραγίζω
    ※  Στην πόλη της Παμπλόνας, στη βόρειο Ισπανία, γιορτάζεται το διάσημο φεστιβάλ του Σαν Φερμίν, του οποίου οι εννεαήμερες εορταστικές εκδηλώσεις επιστέφονται με το πασίγνωστο σε όλο τον κόσμο κυνήγι των ταύρων. (*naftemporiki.gr)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)