Δείτε επίσης: ἐπισφραγίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επισφραγίζω < ελληνιστική κοινή ἐπισφραγίζω

επισφραγίζω (παθητική φωνή: επισφραγίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία