Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισφραγιστικός η επισφραγιστική το επισφραγιστικό
      γενική του επισφραγιστικού της επισφραγιστικής του επισφραγιστικού
    αιτιατική τον επισφραγιστικό την επισφραγιστική το επισφραγιστικό
     κλητική επισφραγιστικέ επισφραγιστική επισφραγιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισφραγιστικοί οι επισφραγιστικές τα επισφραγιστικά
      γενική των επισφραγιστικών των επισφραγιστικών των επισφραγιστικών
    αιτιατική τους επισφραγιστικούς τις επισφραγιστικές τα επισφραγιστικά
     κλητική επισφραγιστικοί επισφραγιστικές επισφραγιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισφραγιστικός < επισφραγίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

επισφραγιστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία