Ετυμολογία

επεξεργασία
στέφω < αρχαία ελληνική στέφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈste.fo/

στέφω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


στέφω

  1. στεφανώνω
  2. γεμίζω, πληρώ
  3. θέτω πέριξ, ολόγυρα, σαν στεφάνι
  4. περικυκλώνω
  5. περιστρέφω
  6. παθητικό: στεφανώνομαι, με στεφανώνουν
  7. μέσο: βάζω στο κεφάλι μου
μέσο: περιστρέφω

Συγγενικά

επεξεργασία


Τύποι που απαντούν

επεξεργασία

ἔστεφον (Ιλιάδα) και στέφον (Ηισόδος), μέλλ. στέψω σε τραγικούς, αόρ. ἔστεψα στέψομαι παθ. μέλλ. στεφθήσομαι αόρ. ἐστεψάμην ἐστέφθην παρακ.ἔστεμμαι