στεφανώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστεφανώνομαι, π.αόρ.: στεφανώθηκα, μτχ.π.π.: στεφανωμένος, (ενεργ.: στεφανώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος στεφανώνω → δείτε και την κλίση
στεφανώνομαι, π.αόρ.: στεφανώθηκα, μτχ.π.π.: στεφανωμένος, (ενεργ.: στεφανώνω)