στεφανώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεφανώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεφανῶ, συνηρημένος τύπος του στεφανόω (περικυκλώνω, τοποθετώ στεφάνι) + -ώνω < στεφάνη
- για το «παντρεύω» < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στεφανῶ [1]
Ρήμα
επεξεργασίαστεφανώνω, αόρ.: στεφάνωσα, παθ.φωνή: στεφανώνομαι, π.αόρ.: στεφανώθηκα, μτχ.π.π.: στεφανωμένος
- φοράω στεφάνι σε κάποιον
- (ειδικότερα) παντρεύω
- ⮡ Τους στεφάνωσα σε μιαν εκκλησιά όξου απ' την Αθήνα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- δαφνοστεφανώνω
- Όροι με στεφανώνω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεφανώνω | στεφάνωνα | θα στεφανώνω | να στεφανώνω | στεφανώνοντας | |
β' ενικ. | στεφανώνεις | στεφάνωνες | θα στεφανώνεις | να στεφανώνεις | στεφάνωνε | |
γ' ενικ. | στεφανώνει | στεφάνωνε | θα στεφανώνει | να στεφανώνει | ||
α' πληθ. | στεφανώνουμε | στεφανώναμε | θα στεφανώνουμε | να στεφανώνουμε | ||
β' πληθ. | στεφανώνετε | στεφανώνατε | θα στεφανώνετε | να στεφανώνετε | στεφανώνετε | |
γ' πληθ. | στεφανώνουν(ε) | στεφάνωναν στεφανώναν(ε) |
θα στεφανώνουν(ε) | να στεφανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεφάνωσα | θα στεφανώσω | να στεφανώσω | στεφανώσει | ||
β' ενικ. | στεφάνωσες | θα στεφανώσεις | να στεφανώσεις | στεφάνωσε | ||
γ' ενικ. | στεφάνωσε | θα στεφανώσει | να στεφανώσει | |||
α' πληθ. | στεφανώσαμε | θα στεφανώσουμε | να στεφανώσουμε | |||
β' πληθ. | στεφανώσατε | θα στεφανώσετε | να στεφανώσετε | στεφανώστε | ||
γ' πληθ. | στεφάνωσαν στεφανώσαν(ε) |
θα στεφανώσουν(ε) | να στεφανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στεφανώσει | είχα στεφανώσει | θα έχω στεφανώσει | να έχω στεφανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στεφανώσει | είχες στεφανώσει | θα έχεις στεφανώσει | να έχεις στεφανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στεφανώσει | είχε στεφανώσει | θα έχει στεφανώσει | να έχει στεφανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στεφανώσει | είχαμε στεφανώσει | θα έχουμε στεφανώσει | να έχουμε στεφανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στεφανώσει | είχατε στεφανώσει | θα έχετε στεφανώσει | να έχετε στεφανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στεφανώσει | είχαν στεφανώσει | θα έχουν στεφανώσει | να έχουν στεφανώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στεφανώνομαι | στεφανωνόμουν(α) | θα στεφανώνομαι | να στεφανώνομαι | ||
β' ενικ. | στεφανώνεσαι | στεφανωνόσουν(α) | θα στεφανώνεσαι | να στεφανώνεσαι | ||
γ' ενικ. | στεφανώνεται | στεφανωνόταν(ε) | θα στεφανώνεται | να στεφανώνεται | ||
α' πληθ. | στεφανωνόμαστε | στεφανωνόμαστε στεφανωνόμασταν |
θα στεφανωνόμαστε | να στεφανωνόμαστε | ||
β' πληθ. | στεφανώνεστε | στεφανωνόσαστε στεφανωνόσασταν |
θα στεφανώνεστε | να στεφανώνεστε | (στεφανώνεστε) | |
γ' πληθ. | στεφανώνονται | στεφανώνονταν στεφανωνόντουσαν |
θα στεφανώνονται | να στεφανώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στεφανώθηκα | θα στεφανωθώ | να στεφανωθώ | στεφανωθεί | ||
β' ενικ. | στεφανώθηκες | θα στεφανωθείς | να στεφανωθείς | στεφανώσου | ||
γ' ενικ. | στεφανώθηκε | θα στεφανωθεί | να στεφανωθεί | |||
α' πληθ. | στεφανωθήκαμε | θα στεφανωθούμε | να στεφανωθούμε | |||
β' πληθ. | στεφανωθήκατε | θα στεφανωθείτε | να στεφανωθείτε | στεφανωθείτε | ||
γ' πληθ. | στεφανώθηκαν στεφανωθήκαν(ε) |
θα στεφανωθούν(ε) | να στεφανωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στεφανωθεί | είχα στεφανωθεί | θα έχω στεφανωθεί | να έχω στεφανωθεί | στεφανωμένος | |
β' ενικ. | έχεις στεφανωθεί | είχες στεφανωθεί | θα έχεις στεφανωθεί | να έχεις στεφανωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στεφανωθεί | είχε στεφανωθεί | θα έχει στεφανωθεί | να έχει στεφανωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στεφανωθεί | είχαμε στεφανωθεί | θα έχουμε στεφανωθεί | να έχουμε στεφανωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στεφανωθεί | είχατε στεφανωθεί | θα έχετε στεφανωθεί | να έχετε στεφανωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στεφανωθεί | είχαν στεφανωθεί | θα έχουν στεφανωθεί | να έχουν στεφανωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στεφανωμένος - είμαστε, είστε, είναι στεφανωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στεφανωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στεφανωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στεφανωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στεφανωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στεφανωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στεφανωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στεφανώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας